- σύμπας
- σύμπας, ασα, αν (Hom. et al.) all (together), whole, ὁ σύμπας κόσμος 1 Cl 19:2 (Diod S 3, 61, 5; 6; Just., A I, 19, 5; cp. En. 102:2 ἡ γῆ σύμπασα) τὰ σύμπαντα B 15:4.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
σύμπας — σύμπᾱς , σύμπας all together masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύμπας — ασα, αν, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξύμπας, ασα, αν, Α 1. όλος μαζί ή όλος συγχρόνως (α. «σύμπασα η κοινωνία καταδίκασε τα βίαια επεισόδια» β. «πέντ ἦσαν οἱ ξύμπαντες», Σοφ.) 2. συνολικός 3. το ουδ. ως ουσ. βλ. σύμπαν αρχ. 1. το ουδ. ως ουσ. το όλον, το… … Dictionary of Greek
ξύμπαντα — σύμπας all together neut nom/voc/acc pl σύμπας all together masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύμπαντα — σύμπας all together neut nom/voc/acc pl σύμπας all together masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυμπάντεσι — σύμπας all together masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυμπάντων — σύμπας all together masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξύμπαν — σύμπας all together neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξύμπαντας — σύμπας all together masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξύμπαντες — σύμπας all together masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξύμπαντι — σύμπας all together masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξύμπαντος — σύμπας all together masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)